- γοργότητα
- ηη γρηγοράδα, η σβελτάδα: Το βάδισμά της έχει γοργότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γοργότητα — η (AM γοργότητα) [γοργός] ταχύτητα, γρηγοράδα αρχ. 1. (για το ύφος) ορμητικότητα 2. (για το βλέμμα) αυστηρότητα … Dictionary of Greek
γοργότητα — γοργότης rapidity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
GORGONES — Phorci ex Ceta filiae, Medusa, Stheno, et Euryale, quae Dorcadas insulas in Oceano Aethiopico sitas, habitasse dicuntur, contra Hesperidum hortos Vitg. Aen. l. 6. v. 289, Natal. Com. l. 7. Nomen habent a truculentia, quam Graeci Γοργότητα… … Hofmann J. Lexicon universale
ανακόλουθος — η, ο (AM ἀνακόλουθος, ον) 1. (για πράξεις ή λόγους) αυτός που δεν έχει συνάφεια, συμφωνία με τα προηγούμενα, ασυνάρτητος, αντιφατικός 2. ασυνεπής 3. φρ. «ανακόλουθο(ν) σχήμα» (Γραμμ.) σχήμα λόγου, κατά το οποίο παραβιάζεται η συντακτική συνέπεια… … Dictionary of Greek
γρηγοράδα — και γληγοράδα, η γοργότητα, ταχύτητα … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
τάχος — το, ΝΜΑ [ταχύς] 1. ταχύτητα, γρηγοράδα, γοργότητα 2. φρ. α) «εν τάχει» (λόγ. τ.) γρήγορα, εσπευσμένα β) «όσον τάχος» (λόγ. τ.) όσο το δυνατόν πιο γρήγορα αρχ. 1. (στη δοτ.) τάχει ταχέως 2. (στην αιτ.) τάχος ταχέως 3. φρ. α) «διὰ τάχους» ή «εἰς… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
ταχύτητα — η 1. γρήγορη κίνηση, γοργότητα, γρηγοράδα: Αυτά έγιναν με μεγάλη ταχύτητα. 2. το διάστημα που διανύει ένα κινητό πράγμα σε μια μονάδα χρόνου ή ο αριθμός των στροφών: Ταχύτητα του αυτοκινήτου. – Μηχανή με ταχύτητα χιλίων στροφών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)